- επιμήδομαι
- ἐπιμήδομαι (Α)σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεμήδετο — ἐπιμήδομαι imagine imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμήσαο — ἐπιμήδομαι imagine aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμήδει — ἐπιμήδομαι imagine pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)